- θεμιστοσύνη
- θεμιστ-οσύνη, ἡ, in pl., poet. for θέμιστες, Orph.H.79.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θεμιστοσύνη — θεμιστοσύνη, ή (Α) [θεμιστός] (ποιητ. τ. αντί θέμις*) το νόμιμο, η δικαιοσύνη … Dictionary of Greek
θεμιστοσύνας — θεμιστοσύνᾱς , θεμιστοσύνη fem acc pl θεμιστοσύνᾱς , θεμιστοσύνη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)